θυρώ: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θυρῶ, -όω (Α) [[θύρα]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[θύρα]] σε [[κάτι]], [[κλείνω]] με [[θύρα]], [[κλείνω]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>θυοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) έχω ανοίγματα («[[πίναξ]] τεθυρωμένος», <b>επιγρ.</b>)<br />β) έχω ως θύρες («πολλαῑς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα» — που έχουν [[στέγη]] και πόρτες, πάπ.).
|mltxt=θυρῶ, -όω (Α) [[θύρα]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[θύρα]] σε [[κάτι]], [[κλείνω]] με [[θύρα]], [[κλείνω]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>θυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) έχω ανοίγματα («[[πίναξ]] τεθυρωμένος», <b>επιγρ.</b>)<br />β) έχω ως θύρες («πολλαῑς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα» — που έχουν [[στέγη]] και πόρτες, πάπ.).
}}
}}

Revision as of 18:29, 24 October 2020

Greek Monolingual

θυρῶ, -όω (Α) θύρα
1. τοποθετώ θύρα σε κάτι, κλείνω με θύρα, κλείνω καλά
2. παθ. θυροῦμαι, -όομαι
α) έχω ανοίγματα («πίναξ τεθυρωμένος», επιγρ.)
β) έχω ως θύρες («πολλαῑς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», Λουκιαν.)
γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα» — που έχουν στέγη και πόρτες, πάπ.).