βύσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   " to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vysma
|Transliteration C=vysma
|Beta Code=bu/sma
|Beta Code=bu/sma
|Definition=ατος, τό, (βύω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[plug]], [[bung]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.114</span> (pl.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 299</span>; <b class="b3">Στίλπωνος βύσματα</b> Stilpo's [[stoppers]], i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, <span class="bibl">Diph.23</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, (βύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[plug]], [[bung]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.114</span> (pl.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 299</span>; <b class="b3">Στίλπωνος βύσματα</b> Stilpo's [[stoppers]], i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, <span class="bibl">Diph.23</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:55, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύσμα Medium diacritics: βύσμα Low diacritics: βύσμα Capitals: ΒΥΣΜΑ
Transliteration A: býsma Transliteration B: bysma Transliteration C: vysma Beta Code: bu/sma

English (LSJ)

ατος, τό, (βύω) A plug, bung, Hp.Mul.2.114 (pl.), Ar.Fr. 299; Στίλπωνος βύσματα Stilpo's stoppers, i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23.

German (Pape)

[Seite 468] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

βύσμα: τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
tapón, bitoquede recipientes para líquidos β. καὶ γευστήριον Ar.Fr.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.Mul.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.Steril.222
fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A.

Greek Monolingual

το (AM βύσμα) βύω
νεοελλ.
1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα
2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην υποδοχή
(αρχ. -μσν.) η απόφραξη, το φράξιμο.

Russian (Dvoretsky)

βύσμα: ατος τό затычка, пробка Arph.