δακτυλιαῖος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daktyliaios | |Transliteration C=daktyliaios | ||
|Beta Code=daktuliai=os | |Beta Code=daktuliai=os | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"> | |Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">of a finger's length, breadth</b> or [[thickness]], ῥάβδοι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>30</span>; κάραβοι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>549b10</span>; τομοὶ δ. τῷ τε μήκει καὶ πάχει Damocr. ap. Gal. 13.1000: Astron., [[a digit in extent]], <span class="bibl">Cleom. 2.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[possessing]] <b class="b3">δάκτυλοι, δ. μέρη τοῦ σώματος</b>, i.e. hands and feet, <span class="bibl">D.S.1.77</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:20, 29 December 2020
English (LSJ)
α, ον, A of a finger's length, breadth or thickness, ῥάβδοι Hp.Fract.30; κάραβοι Arist.HA549b10; τομοὶ δ. τῷ τε μήκει καὶ πάχει Damocr. ap. Gal. 13.1000: Astron., a digit in extent, Cleom. 2.3. II possessing δάκτυλοι, δ. μέρη τοῦ σώματος, i.e. hands and feet, D.S.1.77.
German (Pape)
[Seite 520] einen Finger lang, dick, breit, Hipp. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλιαῖος: -α, -ον, ἔχων δακτύλου μῆκος, πλάτος ἢ πάχος, ῥάβδοι Ἱππ. Ἀγμ. 771· κάραβοι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 17, 7.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que tiene el tamaño de un dedo ῥάβδους ... πάχος μὲν ὡς δακτυλιαίας Hp.Fract.30, cf. Thphr.Fr.172.2, D.S.18.26, κάραβοι ... λαμβάνονται πολλάκις ἐλάττους ἢ δακτυλιαῖοι Arist.HA 549b10, ξύλον ... τῷ ... πάχει δακτυλιαίαν ἔχον τὴν διάμετρον Plb.Plb.27.11.3, πλέονα τόπον δακτυλιαίου μάκεος Archim.Aren.2, δακτυλιαῖα μέρη τοῦ σώματος D.S.1.77, ἐν Ῥόδῳ δακτυλιαία γενήσεται ἡ ὁρωμένη τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.28, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ Arr.Epict.3.2.10, μήκη Gal.13.53, μεγέθη Aët.8.56 (p.496).
Greek Monolingual
-α, -ο (Α δακτυλιαῑος, -α, -ον) δάκτυλος
όποιος έχει μήκος, πλάτος ή πάχος ενός δακτύλου
αρχ.
φρ. «δακτυλιαῑα μέρη τοῦ σώματος» — τα χέρια και τα πόδια.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλιαῖος: величиной с палец (κάραβοι Arst.; μέρη τοῦ σώματος Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακτυλιαῖος -α -ον [δάκτυλος] een vinger lang.