δείδεκτο: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   " to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deidekto
|Transliteration C=deidekto
|Beta Code=dei/dekto
|Beta Code=dei/dekto
|Definition=δειδέχαται, δειδέχατο, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[δειδίσκομαι]];</span>
|Definition=δειδέχαται, δειδέχατο, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[δειδίσκομαι]];</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:25, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείδεκτο Medium diacritics: δείδεκτο Low diacritics: δείδεκτο Capitals: ΔΕΙΔΕΚΤΟ
Transliteration A: deídekto Transliteration B: deidekto Transliteration C: deidekto Beta Code: dei/dekto

English (LSJ)

δειδέχαται, δειδέχατο, A v. δειδίσκομαι;

Greek (Liddell-Scott)

δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d’un impf., de δείκνυμι.

English (Autenrieth)

see δείκνῦμι.

Spanish (DGE)

v. δειδίσκομαι.

Greek Monotonic

δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.

Russian (Dvoretsky)

δείδεκτο: эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к δείκνυμι.