κατατριβή: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katatrivi | |Transliteration C=katatrivi | ||
|Beta Code=katatribh/ | |Beta Code=katatribh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wasting]], [[squandering]], <b class="b3">τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης</b>] <span class="bibl">D.L.6.24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:14, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A wasting, squandering, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης] D.L.6.24.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρῐβή: ἡ, προστριβή, ἐπίθεσις ψιμυθίου, ψιμυθισμός, Κλήμ., Ἀλ. 254. ΙΙ. κενὴ κατανάλωσις τοῦ χρόνου, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβὴν ὠνόμαζεν ὁ Διογένης Διογ. Λ. 6. 24.
Greek Monolingual
η (Α κατατριβή) κατατρίβω
καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου
αρχ.
1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου
2. σπατάλη, ασωτεία.
Russian (Dvoretsky)
κατατρῑβή: ἡ (пустая) трата времени, по друг. - мучение Diog. Sinopeus ap. Diog. L.