ξάσμα: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksasma | |Transliteration C=ksasma | ||
|Beta Code=ca/sma | |Beta Code=ca/sma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[carded wool]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>1073</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:15, 30 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A carded wool, S.Fr.1073.
German (Pape)
[Seite 275] τό, die gekrempelte (ξαίνω) Wolle, Soph. frg. 915 bei Poll. 7, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ξάσμα: τό, ἔριον ἐξασμένον, «λαναρισμένον», Σοφ. Ἀποσπ. 915.
Greek Monolingual
το (Α ξάσμα, -ατος)
ξασμένο μαλλί
νεοελλ.
η ποσότητα λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει εκάστοτε στη ζώνη του ο σχοινοπλόκος για να πλέξει το σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ- του ξαίνω (πρβλ. παρακμ. ἔ-ξασ-μαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. ύφασ-μα)].
Russian (Dvoretsky)
ξάσμα: ατος τό чесаная шерсть Soph.