παρακελευσματικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakelefsmatikos
|Transliteration C=parakelefsmatikos
|Beta Code=parakeleusmatiko/s
|Beta Code=parakeleusmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hortatory]], δύναμις <span class="bibl">Eust.1393.4</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν <span class="bibl">Id.1416.40</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hortatory]], δύναμις <span class="bibl">Eust.1393.4</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν <span class="bibl">Id.1416.40</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:14, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελευσμᾰτικός Medium diacritics: παρακελευσματικός Low diacritics: παρακελευσματικός Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakeleusmatikós Transliteration B: parakeleusmatikos Transliteration C: parakelefsmatikos Beta Code: parakeleusmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A hortatory, δύναμις Eust.1393.4. Adv. -κῶς, ἔχειν Id.1416.40.

German (Pape)

[Seite 482] ή, όν, zum Zuruf, zur Ermunterung gehörig, Schol. Theocr. 1, 127 u. a. Sp., auch adv., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

παρακελευσμᾰτικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, Εὐστ. 1393. 4. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1416. 40.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρακελευσματικός, -ή, -όν, ΝΜ παρακέλευσμα, -ατος]
προτρεπτικός, αυτός που έχει τη μορφή προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής
νεοελλ.
φρ. γραμμ. α) «παρακελευσματικές προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν προτροπή και οι οποίες στην Αρχαία Ελληνική εκφέρονται με υποτακτική (α. «δεῡρο ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν», Πλάτ.
β. «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)
β) «παρακελευσματικά μόρια» — μόρια με τα οποία στη Νέα Ελληνική εισάγονται τέτοιου είδους προτάσεις, όπως είναι λ.χ. τα: να, ας, μη, να μη, άιντε να, για, για να («ας φύγουμε»).
επίρρ...
παρακελευσματικώς / παρακελευσματικῶς, ΝΜ
με παρακελευσματικό τρόπο, με προτροπές ή με διαταγές.