πεντάμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentamorfos
|Transliteration C=pentamorfos
|Beta Code=penta/morfos
|Beta Code=penta/morfos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having five shapes]], of evil, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span>pp.71,72</span> D.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having five shapes]], of evil, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span>pp.71,72</span> D.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:45, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάμορφος Medium diacritics: πεντάμορφος Low diacritics: πεντάμορφος Capitals: ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: pentámorphos Transliteration B: pentamorphos Transliteration C: pentamorfos Beta Code: penta/morfos

English (LSJ)

ον, A having five shapes, of evil, Simp. in Epict.pp.71,72 D.

German (Pape)

[Seite 557] fünfgestaltig, Simpl. zu Epict.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάμορφος: ἴδε ἐν λ. πεντεμ-.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα
νεοελλ.
1. πολύ όμορφος, πανέμορφος
2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη
(λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών λαϊκών παραμυθιών και ποιημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντε- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος. Ο νεοελλ. τ. πεντάμορφος «πάρα πολύ όμορφος» < επιτατ. πεντα- + όμορφος].