ἀναληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=analiptikos
|Transliteration C=analiptikos
|Beta Code=a)nalhptiko/s
|Beta Code=a)nalhptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[restorative]], [[κύκλος]], of medical treatment, <span class="bibl">Sor.2.88</span>, cf. Gal.1.301. Adv. -κῶς Id.14.672.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[restorative]], [[κύκλος]], of medical treatment, <span class="bibl">Sor.2.88</span>, cf. Gal.1.301. Adv. -κῶς Id.14.672.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:25, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναληπτικός Medium diacritics: ἀναληπτικός Low diacritics: αναληπτικός Capitals: ΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: analēptikós Transliteration B: analēptikos Transliteration C: analiptikos Beta Code: a)nalhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A restorative, κύκλος, of medical treatment, Sor.2.88, cf. Gal.1.301. Adv. -κῶς Id.14.672.

German (Pape)

[Seite 196] erquickend, stärkend, ἀγωγή, φάρμακα, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναληπτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνάρρωσιν καὶ ὑγίειαν, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic. reparador de un tratamiento médico, Sor.103.17, 151.32, Gal.1.301, de alimentos, Theod.Prisc.Leg.69.
2 adv. -ῶς a base de reconstituyentes ἀ. ἄγειν αὐτόν Gal.14.672.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναληπτικός, -ή, -όν) ἀναλαμβάνω
(στην Ιατρ.)
1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση, δυναμωτικός, τονωτικός
2. (ο πληθυντικός του ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά
νεοελλ.
1. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη ζήτηση, που μπορεί να αναληφθεί αμέσως.