ὑψίπολις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsipolis | |Transliteration C=ypsipolis | ||
|Beta Code=u(yi/polis | |Beta Code=u(yi/polis | ||
|Definition=ιδος or εως, ὁ, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ιδος or εως, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[citizen of a proud city]], opp. [[ἄπολις]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>370</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:35, 1 January 2021
English (LSJ)
ιδος or εως, ὁ, ἡ, A citizen of a proud city, opp. ἄπολις, S.Ant.370 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπολις: ἡ, ὁ ὑψηλῆς τιμῆς ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπολις, Σοφ. Ἀντ. 370.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
qui occupe un haut rang dans la cité.
Étymologie: ὕψι, πόλις.
Greek Monolingual
-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α
1. πολίτης ένδοξης πόλης
2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύ-πολις)].
Greek Monotonic
ὑψίπολις: ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπολις: ιος adj. занимающий высокий государственный пост, власть имущий Soph.