ὠμοφόριον: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoforion
|Transliteration C=omoforion
|Beta Code=w)mofo/rion
|Beta Code=w)mofo/rion
|Definition=τό, = <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[palliolum]], Gloss.</span>
|Definition=τό, = <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[palliolum]], Gloss.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμοφόριον''': τό, [[κάλυμμα]] ῥιπτόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Χ. 470 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. [[κρήδεμνον]]· [[ὠμόφορον]] παρὰ τῇ Ἄννᾳ Κομν. 1. 346. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ἓν τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ὃ ὁ [[ἐπίσκοπος]] φέρει ἐπὶ τῶν ὤμων, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 22C, Ἰω. Μόσχ. 2885Β, Νικήτ. Παφλ. 520C. 2) [[εἶδος]] καλύμματος τῆς κεφαλῆς καλύπτοντος καὶ τοὺς ὤμους, Παλλαδ. Λαυσ. 1236, Λεων Γραμμ. 241 κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[ὠμόφορον]], Θεοφάν. 217, κλπ., ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''ὠμοφόριον''': τό, [[κάλυμμα]] ῥιπτόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Χ. 470 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. [[κρήδεμνον]]· [[ὠμόφορον]] παρὰ τῇ Ἄννᾳ Κομν. 1. 346. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ἓν τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ὃ ὁ [[ἐπίσκοπος]] φέρει ἐπὶ τῶν ὤμων, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 22C, Ἰω. Μόσχ. 2885Β, Νικήτ. Παφλ. 520C. 2) [[εἶδος]] καλύμματος τῆς κεφαλῆς καλύπτοντος καὶ τοὺς ὤμους, Παλλαδ. Λαυσ. 1236, Λεων Γραμμ. 241 κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[ὠμόφορον]], Θεοφάν. 217, κλπ., ἴδε Δουκάγγ.
}}
}}

Revision as of 14:45, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοφόριον Medium diacritics: ὠμοφόριον Low diacritics: ωμοφόριον Capitals: ΩΜΟΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: ōmophórion Transliteration B: ōmophorion Transliteration C: omoforion Beta Code: w)mofo/rion

English (LSJ)

τό, = A palliolum, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοφόριον: τό, κάλυμμα ῥιπτόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Χ. 470 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. κρήδεμνον· ὠμόφορον παρὰ τῇ Ἄννᾳ Κομν. 1. 346. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ἓν τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ὃ ὁ ἐπίσκοπος φέρει ἐπὶ τῶν ὤμων, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 22C, Ἰω. Μόσχ. 2885Β, Νικήτ. Παφλ. 520C. 2) εἶδος καλύμματος τῆς κεφαλῆς καλύπτοντος καὶ τοὺς ὤμους, Παλλαδ. Λαυσ. 1236, Λεων Γραμμ. 241 κλπ.· ὡσαύτως ὠμόφορον, Θεοφάν. 217, κλπ., ἴδε Δουκάγγ.