ῥωπογράφος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ropografos | |Transliteration C=ropografos | ||
|Beta Code=r(wpogra/fos | |Beta Code=r(wpogra/fos | ||
|Definition=[<b class="b3">γρᾰ], ον,</b> (ῥῶπος) <span class="sense"> | |Definition=[<b class="b3">γρᾰ], ον,</b> (ῥῶπος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one that paints petty subjects]] ([[ῥῶπες]], glossed as <b class="b3">ὕλη καὶ ὑλώδη φυτά</b>), such as [[still life]], like the Dutch masters, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>705.55</span>, perh. to be read in Donat.ad Ter.<span class="title">Eun.</span> 253; cf. [[ῥυπαρογράφος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:30, 1 January 2021
English (LSJ)
[γρᾰ], ον, (ῥῶπος) A one that paints petty subjects (ῥῶπες, glossed as ὕλη καὶ ὑλώδη φυτά), such as still life, like the Dutch masters, EM705.55, perh. to be read in Donat.ad Ter.Eun. 253; cf. ῥυπαρογράφος.
German (Pape)
[Seite 855] kleine, gemeine, schlechte, geringfügige Gegenstände mit schlechten Farben malend, der Schmierer, Sudler, Pinsler; aber auch ein solcher, der kleinliche Gegenstände, Stillleben, Küchenstücke u. dgl., wie die holländischen Meister kunstreich u. natürlich darstellt, vgl. Plin. H. N. 35, 37 u. Welcker Philostr. imagg. 1, 31 p. 396.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωπογράφος: -ον, (ῥῶπος) ὁ ζωγραφῶν πράγματα ἀνάξια λόγου, μηδαμινά, κοινὰ πράγματα ὡς οἱ Ὁλλανδοὶ ζωγράφοι, Welcker παρὰ τῷ Ἰακωψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 1. 31, 397, Müller Archäol. d. Kunst § 163. 5· πρβλ. ῥυπαρογράφος: - ῥωπογραφία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεγαλογραφία, Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 166.
Greek Monolingual
(I)
ο / ῥωπογράφος, ΝΑ
ζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + -γράφος].
(II)
ο / ῥωπογράφος, ΝΑ
ζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά. αντικείμενα της αγροτικής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥωπ- του ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο» + -γράφος].