αἰχμαλωτίς: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(αἰχμᾰλωτίς) -ίδος<br /><b class="num">1</b> [[prisionera]], [[cautiva]] χεῖρες S.<i>Ai</i>.71, [[γυνή]] E.<i>Andr</i>.962, <i>Hec</i>.1094, 1016, 1120, Θηβαῖαι E.<i>Ph</i>.185, κόραι E.<i>Ph</i>.564, τῶν αἰχμαλωτίδων νεῶν D.C.51.19.2.<br /><b class="num">2</b> subst. [[la prisionera]], [[la cautiva]] τὸν ἐκ τῆς αἰχμαλωτίδος al de la cautiva (hijo)</i>, S.<i>Ai</i>.1228, cf. E.<i>Hec</i>.615, <i>Tr</i>.28, Plb.10.18.7, τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλωτίδας LXX <i>Ge</i>.31.26. | |dgtxt=(αἰχμᾰλωτίς) -ίδος<br /><b class="num">1</b> [[prisionera]], [[cautiva]] χεῖρες S.<i>Ai</i>.71, [[γυνή]] E.<i>Andr</i>.962, <i>Hec</i>.1094, 1016, 1120, Θηβαῖαι E.<i>Ph</i>.185, κόραι E.<i>Ph</i>.564, τῶν αἰχμαλωτίδων νεῶν D.C.51.19.2.<br /><b class="num">2</b> subst. [[la prisionera]], [[la cautiva]] τὸν ἐκ τῆς αἰχμαλωτίδος al de la cautiva (hijo)</i>, S.<i>Ai</i>.1228, cf. E.<i>Hec</i>.615, <i>Tr</i>.28, Plb.10.18.7, τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλωτίδας [[LXX]] <i>Ge</i>.31.26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:15, 20 June 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A captive, S.Aj.1228, E.Tr.28, LXX Ge.31.26. 2. Adj. fem. of αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας S.Aj. 71.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, Σοφ. Αἴ. 1228. Εὐρ. Τρῳ. 28. 2) ἐπίθ. θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας, Σοφ. Αἴ. 71.
French (Bailly abrégé)
ίδος
1 adj. f. de captive;
2 subst. ἡ αἰχμαλωτίς captive de guerre.
Étymologie: αἰχμάλωτος.
Spanish (DGE)
(αἰχμᾰλωτίς) -ίδος
1 prisionera, cautiva χεῖρες S.Ai.71, γυνή E.Andr.962, Hec.1094, 1016, 1120, Θηβαῖαι E.Ph.185, κόραι E.Ph.564, τῶν αἰχμαλωτίδων νεῶν D.C.51.19.2.
2 subst. la prisionera, la cautiva τὸν ἐκ τῆς αἰχμαλωτίδος al de la cautiva (hijo), S.Ai.1228, cf. E.Hec.615, Tr.28, Plb.10.18.7, τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλωτίδας LXX Ge.31.26.
Greek Monolingual
αἰχμαλωτὶς (-ίδος), η (Α) αἰχμάλωτος
1. (ως επίθ. θηλ. του αιχμάλωτος
2. ως ουσ. η αιχμάλωτη.
Greek Monotonic
αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ, θηλ. του αἰχμάλωτος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αἰχμᾰλωτίς: ίδος adj. f пленная: τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας δεσμοῖς ἀπευθύνειν Soph. связывать назад руки пленников.
ίδος ἡ пленница Soph., Eur.
Middle Liddell
[from αἰχμάλωτος [fem. of αἰχμάλωτος, Soph.]