βρόγχια: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ων, τά | |dgtxt=-ων, τά<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βρογχία Gal.13.2, 107, Ruf.<i>Anat</i>.27<br /><b class="num">• Morfología:</b> dat. plu. βρόγχοις Gal.15.494; cf. tb. [[βράγχιον]]<br />anat.<br /><b class="num">1</b> [[conductos bronquiales]] ἐν τοῖσι βρογχίοισι τοῦ πνεύμονος Hp.<i>Acut</i>.17, cf. Gal.13.2, 107, 15.494, 19.115, Ruf.<i>Anat</i>.25, 27.<br /><b class="num">2</b> [[anillos cartilaginosos de la tráquea]] ὧδε μὲν ἔχει φύσεως ἡ [[ἀρτηρία]] τοῦ πνεύμονος ἡ ἐκ τῶν βρογχίων συγκειμένη Gal.3.535.<br /><b class="num">3</b> [[conductos que atraviesan el etmoides]] διὰ τῶν βρογχίων ξηρῶν ἐόντων Hp.<i>Carn</i>.16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα (Α [[βρόγχια]] και εν. βρόγχιον, το) [[βρόγχος]]<br />οι διακλαδώσεις των βρόγχων [[μέσα]] στους πνεύμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι ρινικοί χόνδροι<br /><b>2.</b> <i>βρόγχιον</i>, <i>το</i><br />ο [[βρόγχος]]. | |mltxt=τα (Α [[βρόγχια]] και εν. βρόγχιον, το) [[βρόγχος]]<br />οι διακλαδώσεις των βρόγχων [[μέσα]] στους πνεύμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι ρινικοί χόνδροι<br /><b>2.</b> <i>βρόγχιον</i>, <i>το</i><br />ο [[βρόγχος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 20 July 2021
English (LSJ)
ων, τά, A bronchial tubes, Id.Acut.17, Ruf.Anat.25, 27, cj. in Arist.HA603a32: later in sg., Aret.SD1.10. 2 cartilaginous rings of the trachea, Gal.UP7.7: in sg., one such ring, Id.8.2. 3 gills of fish, Id.5.199. 4 tubes passing through the ethmoid bone, Hp.Carn.16.
German (Pape)
[Seite 464] τά, 1) das Ende der Luftröhre, das in die Lunge ausläuft, Medic. – 2) die Knorpel der Nasenhöhle, Hippocr. Vgl. βράγχια.
Greek (Liddell-Scott)
βρόγχια: -ων, τά, οἱ βρόγχιοι σωλῆνες ἢ διακλαδώσεις, δι' ὧν ἡ τραχεῖα εἰσδύεται εἰς τοὺς πνεύμονας, Ἱππ. Ὀξ. 386, Auct. ad Herenn. 3. 12· πρβλ. βράγχια. 2) τὸ ἑνικ. βρόγχιον, τό, = βρόγχος (ἴδε βράγχιον ΙΙΙ), Γαλην., κτλ. ΙΙ. ὠσαύτως, οἱ χόνδροι τῆς ῥινός, Ἱππ. 252, 51.
Spanish (DGE)
-ων, τά
• Alolema(s): βρογχία Gal.13.2, 107, Ruf.Anat.27
• Morfología: dat. plu. βρόγχοις Gal.15.494; cf. tb. βράγχιον
anat.
1 conductos bronquiales ἐν τοῖσι βρογχίοισι τοῦ πνεύμονος Hp.Acut.17, cf. Gal.13.2, 107, 15.494, 19.115, Ruf.Anat.25, 27.
2 anillos cartilaginosos de la tráquea ὧδε μὲν ἔχει φύσεως ἡ ἀρτηρία τοῦ πνεύμονος ἡ ἐκ τῶν βρογχίων συγκειμένη Gal.3.535.
3 conductos que atraviesan el etmoides διὰ τῶν βρογχίων ξηρῶν ἐόντων Hp.Carn.16.
Greek Monolingual
τα (Α βρόγχια και εν. βρόγχιον, το) βρόγχος
οι διακλαδώσεις των βρόγχων μέσα στους πνεύμονες
αρχ.
1. οι ρινικοί χόνδροι
2. βρόγχιον, το
ο βρόγχος.