γλύμμα: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[impronta]], [[figura grabada]] sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, <i>AP</i> 9.752 (Antip.Thess.), <i>AP</i> 11.38 (Polem.) (= <i>CIG</i> 7298), [[δακτύλιον]] λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος LXX <i>Ex</i>.28.11, [[γλύμμα]] αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος <i>PKöln</i> 100.37, cf. 40 (II d.C.), <i>SB</i> 9642.5.28 (II d.C.), <i>PStras</i>.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος <i>POxy</i>.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι <i>BGU</i> 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους <i>PPetaus</i> 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως <i>SB</i> 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. [[ἑαυτοῦ]] φέροντας D.C.79.4.7. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[impronta]], [[figura grabada]] sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, <i>AP</i> 9.752 (Antip.Thess.), <i>AP</i> 11.38 (Polem.) (= <i>CIG</i> 7298), [[δακτύλιον]] λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος [[LXX]] <i>Ex</i>.28.11, [[γλύμμα]] αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος <i>PKöln</i> 100.37, cf. 40 (II d.C.), <i>SB</i> 9642.5.28 (II d.C.), <i>PStras</i>.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος <i>POxy</i>.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι <i>BGU</i> 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους <i>PPetaus</i> 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως <i>SB</i> 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. [[ἑαυτοῦ]] φέροντας D.C.79.4.7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:15, 20 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (γλύφω) A engraved figure, signet, Eup.406, Str. 14.1.16, BGU86.45 (ii A. D.); inscription, AP11.38 (Polemo Rex), Gal.12.773.
Greek (Liddell-Scott)
γλύμμα: τό, (γλύφω) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
impronta, figura grabada sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, AP 9.752 (Antip.Thess.), AP 11.38 (Polem.) (= CIG 7298), δακτύλιον λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος LXX Ex.28.11, γλύμμα αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος PKöln 100.37, cf. 40 (II d.C.), SB 9642.5.28 (II d.C.), PStras.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος POxy.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι BGU 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους PPetaus 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως SB 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. ἑαυτοῦ φέροντας D.C.79.4.7.
Greek Monolingual
το (AM γλύμμα) γλύφω
κοίλωμα ή εγκοπή που γίνεται με το κοπίδι
αρχ.
1. επιγραφή
2. σφραγίδα.
Russian (Dvoretsky)
γλύμμα: ατος τό γλύφω резное изображение, резьба, изваяние Men., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλύμμα -ατος, τό γλύφω gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring). Men. Epitr. 388.