γνωμολογικός: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γνωμολογικός:''' напоминающий гномические изречения, сентенциозный (τελευταί Arst.). | |elrutext='''γνωμολογικός:''' [[напоминающий гномические изречения]], [[сентенциозный]] (τελευταί Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A sententious, τὰς τελευτὰς γ. ποιεῖσθαι Arist.Rh.Al.1439a5, Demetr.Eloc.9. Adv. -κῶς TheonProg.5.
German (Pape)
[Seite 498] zum Reden in Denksprüchen gehörig; τὸ γ., = vorigem, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμολογικός: -ή, -όν, πλήρης γνωμικῶν, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 33, 3, Δημ. Φαλ. 9.― Ἐπίρρ. –κῶς Walz Ρήτ. 1. 206.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 sentencioso, δεῖ ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ βραχύτης καὶ γνωμολογικόν Demetr.Eloc.9, cf. Marcellin.Vit.Thuc.51
•neutr. subst. poema gnomológico τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.Chr.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.
2 adv. -ῶς sentenciosamente προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo Prog.99.12, cf. 17, Sch.S.Ant.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γνωμολογικός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με τη γνωμολογία
2. ο διανθισμένος με πολλά γνωμικά.
Russian (Dvoretsky)
γνωμολογικός: напоминающий гномические изречения, сентенциозный (τελευταί Arst.).