Λιβυστικός: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Λιβυστικός | |||
|Medium diacritics=Λιβυστικός | |||
|Low diacritics=Λιβυστικός | |||
|Capitals=ΛΙΒΥΣΤΙΚΟΣ | |||
|Transliteration A=Libystikós | |||
|Transliteration B=Libystikos | |||
|Transliteration C=Livystikos | |||
|Beta Code=*libustiko/s | |||
|Definition=ή, όν, v. sub [[Λίβυς]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de Libye ; τὸ Λιβυστικόν livêche, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Λιβύη]]. | |btext=ή, όν :<br />de Libye ; τὸ Λιβυστικόν livêche, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Λιβύη]]. |
Revision as of 10:46, 31 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, v. sub Λίβυς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Libye ; τὸ Λιβυστικόν livêche, plante.
Étymologie: Λιβύη.
Greek Monolingual
Λιβυστικός, -ή, -όν (Α)
1. λιβυκός («ἐν τόποις Λιβυστικοῑς», Αισχύλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. είδος μη δηλητηριώδους φιδιού
3. το θηλ. ως ουσ. η μαύρη υδρία που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η λουτροφόρος
4. το ουδ. ως ουσ. είδος βοτάνου, η λιβυστιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λιβυστίς, -ίδος, κάτοικος της Λιβύης].
Russian (Dvoretsky)
Λῐβυστικός: ливийский Aesch., Eur.