Χερσονησίτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la Chersonèse de Thrace.<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la [[Chersonèse]] de [[Thrace]].<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και Χερρονησίτης, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Θρακικής Χερσονήσου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] / [[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])]. | |mltxt=και [[Χερρονησίτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Θρακικής Χερσονήσου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] / [[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:13, 16 January 2021
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant de la Chersonèse de Thrace.
Étymologie: χερσόνησος.
Greek Monolingual
και Χερρονησίτης, ὁ, Α
1. ο κάτοικος της Θρακικής Χερσονήσου
2. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < χερσόνησος / χερρόνησος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].