άμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμορφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ορισμένη [[μορφή]], [[σχήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ωραία [[μορφή]], [[δύσμορφος]], [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> [[ταπεινωτικός]], [[ατιμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μορφή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμορφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμόρφωτος]], [[ἀμορφύνω]], <i>ἀμορφῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμορφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ορισμένη [[μορφή]], [[σχήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ωραία [[μορφή]], [[δύσμορφος]], [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> [[ταπεινωτικός]], [[ατιμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μορφή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμορφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμόρφωτος]], [[ἀμορφύνω]], <i>ἀμορφῶ</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[formless]]===
Bulgarian: безформен; Catalan: sense forma; Dutch: [[vormloos]]; French: [[sans forme]], [[informe]]; Greek: [[άμορφος]]; Ancient Greek: [[ἀειδής]], [[ἀΐδηλος]], [[ἄμορφος]], [[ἀνείδεος]], [[ἄσαμος]], [[ἄσημος]], [[ἀσχημάτιστος]]; Ido: senforma; Latin: [[informis]]; Lithuanian: beformis; Polish: bezkształtny, bezpostaciowy; Spanish: [[sin forma]]; Swedish: formlös
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 29 January 2024

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμορφος, -ον)
αυτός που δεν έχει ορισμένη μορφή, σχήμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ωραία μορφή, δύσμορφος, άσχημος
2. ταπεινωτικός, ατιμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μορφή.
ΠΑΡ. αμορφία
αρχ.
ἀμόρφωτος, ἀμορφύνω, ἀμορφῶ].

Translations

formless

Bulgarian: безформен; Catalan: sense forma; Dutch: vormloos; French: sans forme, informe; Greek: άμορφος; Ancient Greek: ἀειδής, ἀΐδηλος, ἄμορφος, ἀνείδεος, ἄσαμος, ἄσημος, ἀσχημάτιστος; Ido: senforma; Latin: informis; Lithuanian: beformis; Polish: bezkształtny, bezpostaciowy; Spanish: sin forma; Swedish: formlös