αιμοδότης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -δότρια)<br />αυτός που προσφέρει [[αίμα]] για [[μετάγγιση]] σε ασθενή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αίμα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιμοδοσία]]].
|mltxt=αιμοδότης, ο (θηλ. [[αιμοδότρια]])<br />αυτός που προσφέρει [[αίμα]] για [[μετάγγιση]] σε ασθενή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αίμα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιμοδοσία]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 May 2023

Greek Monolingual

αιμοδότης, ο (θηλ. αιμοδότρια)
αυτός που προσφέρει αίμα για μετάγγιση σε ασθενή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα + -δότης < δίδωμι.
ΠΑΡ. αιμοδοσία].