αλάβωτος: Difference between revisions

From LSJ

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λαβώθηκε, [[απλήγωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, [[άτρωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λαβώνω]]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λαβώθηκε, [[απλήγωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, [[άτρωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λαβώνω]]].
}}
{{trml
|trtx====[[unwounded]]===
Greek: [[άγγιχτος]], [[ανέγγιχτος]], [[αλάβωτος]]; Ancient Greek: [[ἀκέντητος]], [[ἀνούτατος]], [[ἀνούτητος]], [[ἄουτος]], [[ἄπληκτος]], [[ἄτμητος]], [[ἀτραυμάτιστος]], [[ἄτρωτος]]; Manx: slane, gyn lhott, neulhottit
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 9 April 2023

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν λαβώθηκε, απλήγωτος, ατραυμάτιστος
2. αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, άτρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λαβώνω].

Translations