αλτήρας: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α ἁλτήρ) <b> | |mltxt=ο (Α ἁλτήρ) <b>συνήθως στον πληθ.</b> <i>οι αλτήρες</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />όργανο γυμναστικής, βάρη, ειδικότερα δύο σφαίρες από [[μολύβι]] ή [[σίδερο]], οι οποίες συνδέονται [[μεταξύ]] τους με σιδερένια ράβδο που χρησιμοποιείται ως [[λαβή]]<br />[[είναι]] χρήσιμο για τα άλματα και γενικά για την [[προπόνηση]] τών αθλητών<br /><b>αρχ.</b><br />βάρη που κρατούσαν οι άλτες στα χέρια για να αποκτήσουν μεγαλύτερη [[φόρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλλομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁλτήρια</i>, [[ἁλτηρία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλτηροβολία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:37, 21 March 2024
Greek Monolingual
ο (Α ἁλτήρ) συνήθως στον πληθ. οι αλτήρες
νεοελλ.
όργανο γυμναστικής, βάρη, ειδικότερα δύο σφαίρες από μολύβι ή σίδερο, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με σιδερένια ράβδο που χρησιμοποιείται ως λαβή
είναι χρήσιμο για τα άλματα και γενικά για την προπόνηση τών αθλητών
αρχ.
βάρη που κρατούσαν οι άλτες στα χέρια για να αποκτήσουν μεγαλύτερη φόρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλλομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλτήρια, ἁλτηρία.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλτηροβολία].