δεκάτευμα: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[diezmo]], [[décima parte]] τὰ δῶρα ... εἵσατο τῶν κερδέων δεκατεύματα Call.<i>Epigr</i>.39.6, ῥιπίδα ... θῆκε ... ἐξ εὐνῆς δ. <i>AP</i> 6.290 (Diosc.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:40, 20 July 2021
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό, A tenth, tithe, Call.Epigr.40 (pl.).
German (Pape)
[Seite 543] τό, der Zehend, Callim. 20 (XIII, 25); ἐξ εὐνῆς Diosc. 12 (VI, 290).
Greek (Liddell-Scott)
δεκάτευμα: τό, δέκατον, ἡ δεκάτη, Καλλ. Ἐπ. 40.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
diezmo, décima parte τὰ δῶρα ... εἵσατο τῶν κερδέων δεκατεύματα Call.Epigr.39.6, ῥιπίδα ... θῆκε ... ἐξ εὐνῆς δ. AP 6.290 (Diosc.).
Greek Monolingual
και δεκάτεμα και δεκάτισμα, το (AM δεκάτευμα) δεκατεύω
η δεκάτη, το ένα δέκατο κάποιου ποσού.
Russian (Dvoretsky)
δεκάτευμα: ατος τό десятая часть, десятина Anth.