δρακονθόμιλος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δρᾰκονθόμῑλος''': -ον, ἀναστρεφόμενος [[μετὰ]] δρακόντων, ἐκ δρακόντων ἔχων τὸ γένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 267.
|lstext='''δρᾰκονθόμῑλος''': -ον, ἀναστρεφόμενος μετὰ δρακόντων, ἐκ δρακόντων ἔχων τὸ γένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 267.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰκονθόμῑλος Medium diacritics: δρακονθόμιλος Low diacritics: δρακονθόμιλος Capitals: ΔΡΑΚΟΝΘΟΜΙΛΟΣ
Transliteration A: drakonthómilos Transliteration B: drakonthomilos Transliteration C: drakonthomilos Beta Code: drakonqo/milos

English (LSJ)

ον, A of dragon brood, A.Supp.267.

German (Pape)

[Seite 664] ξυνοικία, mit Drachen verkehrend, voll Drachen, Aesch. Suppl. 264, ex em.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκονθόμῑλος: -ον, ἀναστρεφόμενος μετὰ δρακόντων, ἐκ δρακόντων ἔχων τὸ γένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 267.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fréquente les dragons.
Étymologie: δράκων, ὁμιλέω.

Spanish (DGE)

(δρᾰκονθόμῑλος) -ον
que consiste en una turba de serpientes δρακονθόμιλον δυσμενῆ ξυνοικίαν A.Supp.267.

Greek Monolingual

δρακονθόμιλος, -ον (Α)
αυτός που συναναστρέφεται με δράκοντες.