δυσξύμβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δυσσ- D.C.56.29.2<br />[[difícil de comprender]] τὰ δυσξύμβλητόν τι ἔχοντα Corn.<i>ND</i> 28, τέρατα D.C.l.c.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δυσσ- D.C.56.29.2<br />[[difícil de comprender]] τὰ δυσξύμβλητόν τι ἔχοντα Corn.<i>ND</i> 28, τέρατα D.C.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσξύμβλητος]], -ον)<br />[[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που δύσκολα συνεννοείται ή συνδιαλλάσσεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσξύμβλητος]], -ον)<br />[[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που δύσκολα συνεννοείται ή συνδιαλλάσσεται.
}}
}}

Revision as of 09:55, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσξύμβλητος Medium diacritics: δυσξύμβλητος Low diacritics: δυσξύμβλητος Capitals: ΔΥΣΞΥΜΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysxýmblētos Transliteration B: dysxymblētos Transliteration C: dysksymvlitos Beta Code: duscu/mblhtos

English (LSJ)

ον, A hard to understand, Corn.ND28, D.C.56.29.

German (Pape)

[Seite 685] 1) schwer zu vereinigen, Artemid. 4, 56. – 2) schwer zu errathen, unverständlich; τέρατα Dio Cass. 56, 29.

Greek (Liddell-Scott)

δυσξύμβλητος: -ον, δυσκόλως ἑνούμενος, διάφ. γρ. παρ’ Ἀρτεμιδ. 4. 56. ΙΙ. δυσνόητος, ἀκατανόητος, Δίων Κ. 56. 29.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δυσσ- D.C.56.29.2
difícil de comprender τὰ δυσξύμβλητόν τι ἔχοντα Corn.ND 28, τέρατα D.C.l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσξύμβλητος, -ον)
δυσνόητος
αρχ.-μσν.
αυτός που δύσκολα συνεννοείται ή συνδιαλλάσσεται.