δυστοκία: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυστοκία''': ἡ, ὁ | |lstext='''δυστοκία''': ἡ, ὁ μετὰ πόνων [[τοκετός]], [[δύσκολος]] [[τοκετός]], κακὴ [[γέννα]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 1, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1, Καλλ. εἰς Δῆλ. 242. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:30, 20 April 2021
English (LSJ)
ἡ, A painful delivery, Arist.HA587a10 (pl.), Thphr.HP9.16.1 (pl.). II = δυστεκνία, Man.1.46.
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, das schwere Gebären, schwere Geburt, Arist. H. A. 7, 10 u. Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δυστοκία: ἡ, ὁ μετὰ πόνων τοκετός, δύσκολος τοκετός, κακὴ γέννα, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 1, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1, Καλλ. εἰς Δῆλ. 242.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη AP 9.149 (Antip.Thess.)
I 1medic. parto que se presenta con alguna complicación, bien distocia, o simpl. parto difícil, e.e., parto penoso y laborioso περὶ τὰς δυστοκίας τῶν γυναικῶν Arist.HA 587a10, δυστοκίαν εἶναι διὰ τὸ μῆκος τῆς φορᾶς Arist.GA 719a18, cf. Thphr.HP 9.16.1, Dsc.3.78.3, Sor.4.1 tít., Gal.17(1).786, Aët.16.22, Paul.Aeg.3.76 tít., Heph.Astr.Epit.4.88 tít., Vett.Val.52.19, ref. al de una vaca AP l.c.
2 parto desgraciado por la muerte de la parturienta ICallatis 134.9 (II a.C.).
II δ.· ἐπὶ κακῷ τὸν καθαρὸν τετοκυῖα Hsch. (quizá adj. fem., cf. δυστοκεύς).
Greek Monolingual
η (AM δυστοκία)
δυσκολία στον τοκετό, δύσκολη γέννα
νεοελλ.
δυσκολία στη λήψη μιας απόφασης, αναβλητικότητα
αρχ.
δυστεκνία.
Russian (Dvoretsky)
δυστοκία: ἡ тяжелые роды Arst.