δυσφωνία: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[malsonancia]] δ. συνθέσεως Demetr.<i>Eloc</i>.48, cf. 105, ἐκ τῆς σκοτεινῆς τοῦ μέτρου δυσφωνίας Eutecnius <i>C.Par</i>.8.3, op. καλλιφωνία Poll.2.112, cf. Eust.1570.19.<br /><b class="num">2</b> [[dificultad al hablar]] Gal.7.59, τὸ σχῆμα ἀφωνίαν ἢ δυσφωνίαν ποιῆσαι Vett.Val.375.29. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[malsonancia]] δ. συνθέσεως Demetr.<i>Eloc</i>.48, cf. 105, ἐκ τῆς σκοτεινῆς τοῦ μέτρου δυσφωνίας Eutecnius <i>C.Par</i>.8.3, op. [[καλλιφωνία]] Poll.2.112, cf. Eust.1570.19.<br /><b class="num">2</b> [[dificultad al hablar]] Gal.7.59, τὸ σχῆμα ἀφωνίαν ἢ δυσφωνίαν ποιῆσαι Vett.Val.375.29. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δυσφωνία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δυσκολία]] στην [[εκβολή]] φωνής από τον λάρυγγα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τραχύτητα]] φωνής, [[κακοφωνία]]. | |mltxt=η (AM [[δυσφωνία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δυσκολία]] στην [[εκβολή]] φωνής από τον λάρυγγα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τραχύτητα]] φωνής, [[κακοφωνία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 22 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A roughness of sound, Demetr.Eloc.48, Poll.2.112, Cat.Cod.Astr.2.167.
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, Mißton, Mißklang; Demetr. de eloc. 48; Poll. 2, 112.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφωνία: ἡ, τραχύτης φωνῆς, κακοφωνία, Δημήτρ. Φαληρ. 48, Πολυδ. Β΄, 112.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 malsonancia δ. συνθέσεως Demetr.Eloc.48, cf. 105, ἐκ τῆς σκοτεινῆς τοῦ μέτρου δυσφωνίας Eutecnius C.Par.8.3, op. καλλιφωνία Poll.2.112, cf. Eust.1570.19.
2 dificultad al hablar Gal.7.59, τὸ σχῆμα ἀφωνίαν ἢ δυσφωνίαν ποιῆσαι Vett.Val.375.29.
Greek Monolingual
η (AM δυσφωνία)
νεοελλ.
δυσκολία στην εκβολή φωνής από τον λάρυγγα
αρχ.-μσν.
τραχύτητα φωνής, κακοφωνία.