εὐκατάγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκατάγνωστος]], -ον (Α)<br />αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>γνωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[γιγνώσκω]] «[[καταδικάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>γνωστος</i>].
|mltxt=[[εὐκατάγνωστος]], -ον (Α)<br />αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>γνωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[γιγνώσκω]] «[[καταδικάζω]]»), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[κατά]]-<i>γνωστος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάγνωστος Medium diacritics: εὐκατάγνωστος Low diacritics: ευκατάγνωστος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: eukatágnōstos Transliteration B: eukatagnōstos Transliteration C: efkatagnostos Beta Code: eu)kata/gnwstos

English (LSJ)

ον, A blameworthy, Mitteis Chr.31 viii 11 (ii B. C.), EM400.6.

German (Pape)

[Seite 1073] tadelhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάγνωστος: -ον, ἀξιοκατάκριτος, ἀξιόμεμπτος, Καν. τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδ. σ. 247. 32.

Greek Monolingual

εὐκατάγνωστος, -ον (Α)
αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-γνωστος (< κατα-γιγνώσκω «καταδικάζω»), πρβλ. α-κατά-γνωστος].