εὐσήμαντος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσήμαντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σημαντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σήμαντος</i>, <i>μονο</i>-<i>σήμαντος</i>].
|mltxt=[[εὐσήμαντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σημαντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σήμαντος</i>, <i>μονο</i>-<i>σήμαντος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσήμαντος Medium diacritics: εὐσήμαντος Low diacritics: ευσήμαντος Capitals: ΕΥΣΗΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: eusḗmantos Transliteration B: eusēmantos Transliteration C: efsimantos Beta Code: eu)sh/mantos

English (LSJ)

ον, A easily remarked or observed, Ptol.Alm.5.12 (Comp.). II easily designated, PMeyer 20.46 (iii A.D.).

Greek Monolingual

εὐσήμαντος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα
2. αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σημαντός (< σημαίνω), πρβλ. α-σήμαντος, μονο-σήμαντος].