θηριόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηριόπληκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), | |mltxt=[[θηριόπληκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[κατά]]-<i>πληκτος</i>, <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A struck by a poisonous animal, Cat.Cod.Astr.8(4).150.
Greek (Liddell-Scott)
θηριόπληκτος: -ον, πληγεὶς ὑπὸ θηρίων, Ἀνώνυμ. Cod. Par. 2256, fol. 556 ro.
Greek Monolingual
θηριόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατά-πληκτος, κεραυνό-πληκτος].