θυρσοκόμος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυρσοκόμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Θυρσοκόμος</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Λυσίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κομώ]] «[[φροντίζω]]»), | |mltxt=[[θυρσοκόμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Θυρσοκόμος</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Λυσίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κομώ]] «[[φροντίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>, [[νοσοκόμος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A thyrsuskeeper, a play of Lysippus, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσοκόμος: ὁ, ὁ περιποιούμενος τὸν θύρσον· ἓν ἐκ τῶν δραμάτων τοῦ Λυσίππου, Σουΐδ. ἐν λ. Λύσιππος.
Greek Monolingual
θυρσοκόμος, ὁ (Α)
1. (ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο
2. ως κύρ. όν. Θυρσοκόμος
τίτλος δράματος του Λυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος.