καθυγρασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθυγρασμός]], ὁ (Α) [[καθυγραίνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[καθυγραίνω]], η ύγρανση από [[βρέξιμο]] («ἡ [[γλῶττα]] δεῑται καθυγρασμοῡ», Αέτ.).
|mltxt=[[καθυγρασμός]], ὁ (Α) [[καθυγραίνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[καθυγραίνω]], η ύγρανση από [[βρέξιμο]] («ἡ [[γλῶττα]] δεῖται καθυγρασμοῡ», Αέτ.).
}}
}}

Revision as of 08:50, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυγρασμός Medium diacritics: καθυγρασμός Low diacritics: καθυγρασμός Capitals: ΚΑΘΥΓΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kathygrasmós Transliteration B: kathygrasmos Transliteration C: kathygrasmos Beta Code: kaqugrasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A moistening, Sor.1.120, Aët.5.118.

German (Pape)

[Seite 1289] ὁ, Anfeuchtung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθυγρασμός: ὁ, τὸ καθυγραίνειν, ἡ γλῶττα δεῖται καθυγρασμοῦ Ἀετ. 93. 34.

Greek Monolingual

καθυγρασμός, ὁ (Α) καθυγραίνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθυγραίνω, η ύγρανση από βρέξιμο («ἡ γλῶττα δεῖται καθυγρασμοῡ», Αέτ.).