καμηλοκόμος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καμηλοκόμος]], ὁ (Μ)<br />αυτός που τρέφει και περιποιείται καμήλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), | |mltxt=[[καμηλοκόμος]], ὁ (Μ)<br />αυτός που τρέφει και περιποιείται καμήλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>, [[νοσοκόμος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A keeping camels, Eust.ad D.P.954.
German (Pape)
[Seite 1316] Kameele wartend, Eust. D. Per. 954.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμηλοκόμος: -ον, ὁ τρέφων διατηρὼν καμήλους, καμηλοκόμοι καὶ οὗτοι Εὐστ. εἰς Διον. Π. 954.
Greek Monolingual
καμηλοκόμος, ὁ (Μ)
αυτός που τρέφει και περιποιείται καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος.