καταπέρδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπέρδομαι]] (Α)<br />(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία [[έκφραση]] που δηλώνει [[περιφρόνηση]]) [[κλάνω]] ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῑν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέρδομαι]].
|mltxt=[[καταπέρδομαι]] (Α)<br />(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία [[έκφραση]] που δηλώνει [[περιφρόνηση]]) [[κλάνω]] ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῖν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέρδομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-πέρδομαι, aor. κατέπαρδον, met gen.: een wind laten tegen:. κατέπαρδεν... τοῦ ξιφουργοῦ hij liet een scheet richting zwaardenmaker Aristoph. Pax 547.
|elnltext=κατα-πέρδομαι, aor. κατέπαρδον, met gen.: een wind laten tegen:. κατέπαρδεν... τοῦ ξιφουργοῦ hij liet een scheet richting zwaardenmaker Aristoph. Pax 547.
}}
}}

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπέρδομαι Medium diacritics: καταπέρδομαι Low diacritics: καταπέρδομαι Capitals: ΚΑΤΑΠΕΡΔΟΜΑΙ
Transliteration A: katapérdomai Transliteration B: kataperdomai Transliteration C: kataperdomai Beta Code: katape/rdomai

English (LSJ)

only in aor. 2 Act. κατέπαρδον:—A break wind at, τινος, in sign of contempt, Epicr.11.28 (anap.), Ar.Pax547; τοῦ σοῦ δίνου Id.V.618; τῆς Πενίας Id.Pl.618 (anap.).

Greek Monolingual

καταπέρδομαι (Α)
(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία έκφραση που δηλώνει περιφρόνηση) κλάνω ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῖν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέρδομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πέρδομαι, aor. κατέπαρδον, met gen.: een wind laten tegen:. κατέπαρδεν... τοῦ ξιφουργοῦ hij liet een scheet richting zwaardenmaker Aristoph. Pax 547.