κατώρης: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατώρης]], -ώρες (Α)<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[κατάρης]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάτω]] ῥέπων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ώρης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὄρνυμαι</i> «[[εξορμώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτ</i>-<i>ώρης</i>, <i>νε</i>-<i>ώρης</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=[[κατώρης]], -ώρες (Α)<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[κατάρης]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάτω]] ῥέπων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ώρης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὄρνυμαι</i> «[[εξορμώ]]»), [[πρβλ]]. <i>αυτ</i>-<i>ώρης</i>, <i>νε</i>-<i>ώρης</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατώρης -ες [καταράττω] Aeol. verwoestend:. ἄνεμος κ. verwoestende wind Alc. 412.<br />κατώρης [κάτω] neervallend (van de wind).
|elnltext=κατώρης -ες [καταράττω] Aeol. verwoestend:. ἄνεμος κ. verwoestende wind Alc. 412.<br />κατώρης [κάτω] neervallend (van de wind).
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώρης Medium diacritics: κατώρης Low diacritics: κατώρης Capitals: ΚΑΤΩΡΗΣ
Transliteration A: katṓrēs Transliteration B: katōrēs Transliteration C: katoris Beta Code: katw/rhs

English (LSJ)

ες, A = κάτω ῥέπων, Hsch. (κατωρής cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατώρης: -ες, = κατήρης, «κάτω ῥέπων» Ἡσύχ., μετ’ ἐσφαλ. τονισμοῦ κατωρής· ἴδε Λοβεκ. Ἀνθ. Π. 275.

Greek Monolingual

κατώρης, -ώρες (Α)
1. δ. γρφ. του κατάρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτ-ώρης, νε-ώρης. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατώρης -ες [καταράττω] Aeol. verwoestend:. ἄνεμος κ. verwoestende wind Alc. 412.
κατώρης [κάτω] neervallend (van de wind).