κερατοφυής: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κερατοφυής]], -ές (Α) (για ζώο)<br />αυτός στο [[κεφάλι]] του οποίου φύονται κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύος]]), | |mltxt=[[κερατοφυής]], -ές (Α) (για ζώο)<br />αυτός στο [[κεφάλι]] του οποίου φύονται κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύος]]), [[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-<i>φυής</i>, <i>ιδιο</i>-<i>φυής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A growing horns, horned, Ath.11.476a, EM541.18.
German (Pape)
[Seite 1422] ές, Hörner erzeugend, habend; Dionysos, Ath. XI, 476 a; κρόταφοι E. M. 541, 18.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτοφυής: -ές, ἔχων, φέρων κέρατα, Ἀθήν. 476Α, Μέγ. Ἐτυμολ. 541. 18.
Greek Monolingual
κερατοφυής, -ές (Α) (για ζώο)
αυτός στο κεφάλι του οποίου φύονται κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -φυής (< φύος), πρβλ. αυτο-φυής, ιδιο-φυής].