κοιλιόδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κοιλιόδεσμος]])<br />[[ζώνη]] της κοιλιάς, [[ζωστήρας]] για [[περίσφιγξη]] ή [[συγκράτηση]] της κοιλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] ( | |mltxt=ο (Α [[κοιλιόδεσμος]])<br />[[ζώνη]] της κοιλιάς, [[ζωστήρας]] για [[περίσφιγξη]] ή [[συγκράτηση]] της κοιλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] ([[πρβλ]]. <i>καρπό</i>-<i>δεσμος</i>, <i>κεφαλό</i>-<i>δεσμος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:39, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A bellyband, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1466] ὁ, Bauchbinde, -gurt.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῆς κοιλίας, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α κοιλιόδεσμος)
ζώνη της κοιλιάς, ζωστήρας για περίσφιγξη ή συγκράτηση της κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δεσμός (πρβλ. καρπό-δεσμος, κεφαλό-δεσμος)].