κοιλιόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κοιλιόδεσμος]])<br />[[ζώνη]] της κοιλιάς, [[ζωστήρας]] για [[περίσφιγξη]] ή [[συγκράτηση]] της κοιλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρπό</i>-<i>δεσμος</i>, <i>κεφαλό</i>-<i>δεσμος</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κοιλιόδεσμος]])<br />[[ζώνη]] της κοιλιάς, [[ζωστήρας]] για [[περίσφιγξη]] ή [[συγκράτηση]] της κοιλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] ([[πρβλ]]. <i>καρπό</i>-<i>δεσμος</i>, <i>κεφαλό</i>-<i>δεσμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:39, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιόδεσμος Medium diacritics: κοιλιόδεσμος Low diacritics: κοιλιόδεσμος Capitals: ΚΟΙΛΙΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: koiliódesmos Transliteration B: koiliodesmos Transliteration C: koiliodesmos Beta Code: koilio/desmos

English (LSJ)

ὁ, A bellyband, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, Bauchbinde, -gurt.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῆς κοιλίας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α κοιλιόδεσμος)
ζώνη της κοιλιάς, ζωστήρας για περίσφιγξη ή συγκράτηση της κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δεσμός (πρβλ. καρπό-δεσμος, κεφαλό-δεσμος)].