κοιλιόδεσμος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ὁ, bellyband, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1466] ὁ, Bauchbinde, -gurt.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῆς κοιλίας, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α κοιλιόδεσμος)
ζώνη της κοιλιάς, ζωστήρας για περίσφιγξη ή συγκράτηση της κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δεσμός (πρβλ. καρπόδεσμος, κεφαλόδεσμος)].