κοιλιτική: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koilitiki | |Transliteration C=koilitiki | ||
|Beta Code=koilitikh/ | |Beta Code=koilitikh/ | ||
|Definition=(sc. [[νόσος]]), ἡ, disease | |Definition=(sc. [[νόσος]]), ἡ, disease [[in the bowels]], Cat.Cod.Astr.2.161. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοιλιτική]], ἡ (Α) [[κοιλία]] (Α)<br />(ενν. [[νόσος]]) [[ασθένεια]] της κοιλιάς, [[κοιλόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κοιλι</i>-<i>τική</i> (ενν. [[νόσος]]) <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τική</i>, θηλ. του -<i>τικός</i> ή ίσως μέσω ενός αμάρτυρου <i>κοιλ</i>-[[ίτης]]]. | |mltxt=[[κοιλιτική]], ἡ (Α) [[κοιλία]] (Α)<br />(ενν. [[νόσος]]) [[ασθένεια]] της κοιλιάς, [[κοιλόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κοιλι</i>-<i>τική</i> (ενν. [[νόσος]]) <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τική</i>, θηλ. του -<i>τικός</i> ή ίσως μέσω ενός αμάρτυρου <i>κοιλ</i>-[[ίτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 24 August 2022
English (LSJ)
(sc. νόσος), ἡ, disease in the bowels, Cat.Cod.Astr.2.161.
Greek Monolingual
κοιλιτική, ἡ (Α) κοιλία (Α)
(ενν. νόσος) ασθένεια της κοιλιάς, κοιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. κοιλι-τική (ενν. νόσος) < κοιλία + κατάλ. -τική, θηλ. του -τικός ή ίσως μέσω ενός αμάρτυρου κοιλ-ίτης].