κορυζᾶς: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)<br />αυτός που πάσχει από δυνατό [[συνάχι]], [[μυξιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> της λαϊκής αρχαίας γλώσσας ( | |mltxt=κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)<br />αυτός που πάσχει από δυνατό [[συνάχι]], [[μυξιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> της λαϊκής αρχαίας γλώσσας ([[πρβλ]]. <i>λαχαν</i>-<i>άς</i>, <i>φαγ</i>-<i>άς</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κορυζᾶς:''' ᾶ ὁ страдающий сильным насморком Men. | |elrutext='''κορυζᾶς:''' ᾶ ὁ страдающий сильным насморком Men. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:46, 23 August 2021
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, A driveller, sniveller, Men.1003.
Greek (Liddell-Scott)
κορυζᾶς: ὁ, (κόρυζα), ὁ ἰσχυρῶς κορυζῶν, «μυξιάρης», Μένανδρ ἐν Ἀδήλ. 413.
Greek Monolingual
κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)
αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -άς της λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχαν-άς, φαγ-άς)].
Russian (Dvoretsky)
κορυζᾶς: ᾶ ὁ страдающий сильным насморком Men.