κρακτικός: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρακτικός:''' крикливый, голосистый (κρακτικώτατος κυνικῶν - v. l. κυνῶν - ἁπάντων Luc.).
|elrutext='''κρακτικός:''' крикливый, голосистый (κρακτικώτατος κυνικῶν - [[varia lectio|v.l.]] κυνῶν - ἁπάντων Luc.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig.
|elnltext=κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig.
}}
}}

Revision as of 11:40, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρακτικός Medium diacritics: κρακτικός Low diacritics: κρακτικός Capitals: ΚΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kraktikós Transliteration B: kraktikos Transliteration C: kraktikos Beta Code: kraktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κράζω) A noisy, Luc. Gall.4, Sch.Ar.V.34, cj. in Tz. ad Hes. Op.744: Sup. -ώτατος Luc.Symp.12.

Greek (Liddell-Scott)

κρακτικός: -ή, -όν, (κράζω) θορυβώδης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 34, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. Συμπ. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
criard;
Sp. κρακτικώτατος.
Étymologie: κράζω.

Greek Monolingual

κρακτικός, -ή, -όν (Α) κράκτης
θορυβώδηςλάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

κρακτικός: крикливый, голосистый (κρακτικώτατος κυνικῶν - v.l. κυνῶν - ἁπάντων Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig.