κυανοπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />(για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] «[[βόστρυχος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιο</i>-[[πλόκαμος]], <i>σταχυο</i>-[[πλόκαμος]])].
|mltxt=[[κυανοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />(για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] «[[βόστρυχος]]» ([[πρβλ]]. <i>ιο</i>-[[πλόκαμος]], <i>σταχυο</i>-[[πλόκαμος]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυανοπλόκαμος -ον [κύανος, πλόκαμος] met donkere lokken.
|elnltext=κυανοπλόκαμος -ον [κύανος, πλόκαμος] met donkere lokken.
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοπλόκᾰμος Medium diacritics: κυανοπλόκαμος Low diacritics: κυανοπλόκαμος Capitals: ΚΥΑΝΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: kyanoplókamos Transliteration B: kyanoplokamos Transliteration C: kyanoplokamos Beta Code: kuanoplo/kamos

English (LSJ)

ον, A dark-haired, B.5.33, al., Q.S.5.345.

German (Pape)

[Seite 1521] dunkel gelockt, Nymphen, Qu. Sm. 5, 345.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοπλόκαμος: -ον, ἔχων μέλανας πλοκάμους, μέλαιναν κόμην, Κόϊντ. Σμ. 5. 345.

Greek Monolingual

κυανοπλόκαμος, -ον (Α)
(για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλόκαμος «βόστρυχος» (πρβλ. ιο-πλόκαμος, σταχυο-πλόκαμος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανοπλόκαμος -ον [κύανος, πλόκαμος] met donkere lokken.