κυνόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κυνόδηκτος]], -ον)<br />δαγκωμένος από [[σκύλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προήλθε από [[δάγκωμα]] σκυλιού («ἡ δὲ [[θεραπεία]] ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηριό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>καρδιό</i>-<i>δηκτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κυνόδηκτος]], -ον)<br />δαγκωμένος από [[σκύλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προήλθε από [[δάγκωμα]] σκυλιού («ἡ δὲ [[θεραπεία]] ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), [[πρβλ]]. <i>θηριό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>καρδιό</i>-<i>δηκτος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῠνόδηκτος:''' причиненный укусом собаки (ἕλκη Arst.).
|elrutext='''κῠνόδηκτος:''' причиненный укусом собаки (ἕλκη Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόδηκτος Medium diacritics: κυνόδηκτος Low diacritics: κυνόδηκτος Capitals: ΚΥΝΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: kynódēktos Transliteration B: kynodēktos Transliteration C: kynodiktos Beta Code: kuno/dhktos

English (LSJ)

ον, A caused by a dog's bite, ἕλκη Arist.HA630a8, cf. Heras ap.Gal.13.558, Dsc.1.123, 2.28; bitten by a dog, Gp.12.17.14.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ κυνός, Γαλην.· κ. ἕλκη, ἕλκη ἐκ δήγματος κυνός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 8.

Spanish

mordida por un perro

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κυνόδηκτος, -ον)
δαγκωμένος από σκύλο
αρχ.
αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό-δηκτος, καρδιό-δηκτος].

Russian (Dvoretsky)

κῠνόδηκτος: причиненный укусом собаки (ἕλκη Arst.).