λαιόπους: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει μόνο το αριστερό [[πόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιός]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὠκύ</i>-[[πους]])].
|mltxt=[[λαιόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει μόνο το αριστερό [[πόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιός]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] ([[πρβλ]]. <i>ὠκύ</i>-[[πους]])].
}}
}}

Revision as of 14:24, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιόπους Medium diacritics: λαιόπους Low diacritics: λαιόπους Capitals: ΛΑΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: laiópous Transliteration B: laiopous Transliteration C: laiopous Beta Code: laio/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος, A left-footed, Cyr.

Greek Monolingual

λαιόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μόνο το αριστερό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιός (ΙΙ) + πούς (πρβλ. ὠκύ-πους)].