λευκοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκοπληθής]], -ές (Α)<br />(για [[συνέλευση]] του λαού) [[γεμάτος]] ανθρώπους ντυμένους στα [[λευκά]] («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς [[λευκοπληθὴς]] ἦν ἰδεῑν [[ἐκκλησία]]», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[λευκοπληθής]], -ές (Α)<br />(για [[συνέλευση]] του λαού) [[γεμάτος]] ανθρώπους ντυμένους στα [[λευκά]] («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς [[λευκοπληθὴς]] ἦν ἰδεῖν [[ἐκκλησία]]», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λευκοπληθής:''' полный одетыми в белое людьми ([[ἐκκλησία]] Arph.).
|elrutext='''λευκοπληθής:''' полный одетыми в белое людьми ([[ἐκκλησία]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 20:30, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοπληθής Medium diacritics: λευκοπληθής Low diacritics: λευκοπληθής Capitals: ΛΕΥΚΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: leukoplēthḗs Transliteration B: leukoplēthēs Transliteration C: lefkoplithis Beta Code: leukoplhqh/s

English (LSJ)

ές, A full of persons in white, ἐκκλησία Ar.Ec.387.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοπληθής: -ές, πλήρης ἀνθρώπων ἐνδεδυμένων λευκά, ἐκκλησία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 387.

Greek Monolingual

λευκοπληθής, -ές (Α)
(για συνέλευση του λαού) γεμάτος ανθρώπους ντυμένους στα λευκά («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς λευκοπληθὴς ἦν ἰδεῖν ἐκκλησία», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

λευκοπληθής: полный одетыми в белое людьми (ἐκκλησία Arph.).