λυγοπλόκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυγοπλόκος]], -ον (Α)<br />[[λυγιστής]], [[κατασκευαστής]] καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), | |mltxt=[[λυγοπλόκος]], -ον (Α)<br />[[λυγιστής]], [[κατασκευαστής]] καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. <i>λογο</i>-[[πλόκος]], <i>μυθο</i>-[[πλόκος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A viminarius, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
λῠγοπλόκος: -ον, = λυγιστής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
λυγοπλόκος, -ον (Α)
λυγιστής, κατασκευαστής καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. λογο-πλόκος, μυθο-πλόκος.