μακτρισμός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μακτρισμός]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] αρχαίου ασελγούς χορού, [[απόκινος]] («τὴν δ' ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... [[ὕστερον]] μακτρισμὸν ὠνόμασαν», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μακ</i>- του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]» με [[επίδραση]] τών [[μακτήρ]], [[μάκτρα]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>μακτρίζω</i> ( | |mltxt=[[μακτρισμός]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] αρχαίου ασελγούς χορού, [[απόκινος]] («τὴν δ' ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... [[ὕστερον]] μακτρισμὸν ὠνόμασαν», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μακ</i>- του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]» με [[επίδραση]] τών [[μακτήρ]], [[μάκτρα]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>μακτρίζω</i> ([[πρβλ]]. [[κορδακισμός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A = ἀπόκινος, Ath.14.629c.
Greek (Liddell-Scott)
μακτρισμός: ὁ, = ἀπόκινος, εἶδος ὀρχήσεως, Ἀθήν. 629C, Πολυδ. Δ΄, 104.
Greek Monolingual
μακτρισμός, ὁ (Α)
είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος («τὴν δ' ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου μακτρίζω (πρβλ. κορδακισμός)].