μελλοθάνατος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μελλοθάνατος]], -ον)<br />αυτός που πρόκειται να πεθάνει [[σύντομα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άνθρωπος]] καταδικασμένος σε θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετοιμο</i>-[[θάνατος]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μελλοθάνατος]], -ον)<br />αυτός που πρόκειται να πεθάνει [[σύντομα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άνθρωπος]] καταδικασμένος σε θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]] ([[πρβλ]]. <i>ετοιμο</i>-[[θάνατος]])].
}}
}}

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλοθάνᾰτος Medium diacritics: μελλοθάνατος Low diacritics: μελλοθάνατος Capitals: ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: mellothánatos Transliteration B: mellothanatos Transliteration C: mellothanatos Beta Code: melloqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον, A at the point of aeath, Sch.Ar. Pl.277.

German (Pape)

[Seite 125] im Begriffe zu sterben, dem Tode nahe, zw.

Greek (Liddell-Scott)

μελλοθάνᾰτος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἀποθάνῃ, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Πλ. 277.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μελλοθάνατος, -ον)
αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα
νεοελλ.
άνθρωπος καταδικασμένος σε θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + θάνατος (πρβλ. ετοιμο-θάνατος)].