μεταγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταγίγνομαι''': παρὰ μεταγεν. -[[γίνομαι]] [ῑ]· - [[γίνομαι]] [[μετὰ]] [[ταῦτα]], ἴδε ἐν λ. [[μεταπαυσωλή]]. 2) μεταφέρομαι, ἀπάγομαι [[μακράν]], Ἑβδ. (Β΄ Μακαβ. 2. 1).
|lstext='''μεταγίγνομαι''': παρὰ μεταγεν. -[[γίνομαι]] [ῑ]· - [[γίνομαι]] μετὰ [[ταῦτα]], ἴδε ἐν λ. [[μεταπαυσωλή]]. 2) μεταφέρομαι, ἀπάγομαι [[μακράν]], Ἑβδ. (Β΄ Μακαβ. 2. 1).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταγίγνομαι]] (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεταγίνομαι]].
|mltxt=[[μεταγίγνομαι]] (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεταγίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 11:53, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγίγνομαι Medium diacritics: μεταγίγνομαι Low diacritics: μεταγίγνομαι Capitals: ΜΕΤΑΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: metagígnomai Transliteration B: metagignomai Transliteration C: metagignomai Beta Code: metagi/gnomai

English (LSJ)

later Μεταγειτν-γίνομαι [ῑ], A take place later, BGU1038.22 (ii A. D.); to be transferred, carried away, LXX 2 Ma.2.1.

German (Pape)

[Seite 145] (s. γίγνομαι), nachher werden, entstehen, – dazwischen geschehen, – anders werden, geschehen.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγίγνομαι: παρὰ μεταγεν. -γίνομαι [ῑ]· - γίνομαι μετὰ ταῦτα, ἴδε ἐν λ. μεταπαυσωλή. 2) μεταφέρομαι, ἀπάγομαι μακράν, Ἑβδ. (Β΄ Μακαβ. 2. 1).

Greek Monolingual

μεταγίγνομαι (ΑM)
βλ. μεταγίνομαι.