μετοικιστής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετοικιστής:''' οῦ ὁ заселяющий переселенцами (οἰκισταὶ [[πόλεων]] - οὐ μετοικισταί Plut.). | |elrutext='''μετοικιστής:''' οῦ ὁ [[заселяющий переселенцами]] (οἰκισταὶ [[πόλεων]] - οὐ μετοικισταί Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μετοικιστής]], οῦ, ὁ, [[μετοικίζω]]<br />an [[emigrant]], Plut. | |mdlsjtxt=[[μετοικιστής]], οῦ, ὁ, [[μετοικίζω]]<br />an [[emigrant]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 22 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A emigrant, Id.Comp.Thes.Rom.4.
German (Pape)
[Seite 161] ὁ, der in andere Wohnsitze Führende, Übersiedelnde, eine Stadt durch Ansiedler Bevölkernde, Plut. Compar. Thes. 5.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικιστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετοικιζόμενος, μετανάστης, Πλουτ. Θησ. καὶ Ρωμ. Σύγκ. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui peuple une cité d’étrangers.
Étymologie: μετοικίζω.
Greek Monolingual
μετοικιστής, ὁ (Α) μετοικίζω
αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν τόπο με σκοπό να ιδρύσουν πόλη.
Greek Monotonic
μετοικιστής: -οῦ, ὁ (μετοικίζω), μετανάστης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μετοικιστής: οῦ ὁ заселяющий переселенцами (οἰκισταὶ πόλεων - οὐ μετοικισταί Plut.).
Middle Liddell
μετοικιστής, οῦ, ὁ, μετοικίζω
an emigrant, Plut.